photo 1490396857_Socialmedia_icons_Facebook.png  photo 1490396879_Socialmedia_icons_Instagram.png  photo 1490396906_Socialmedia_icons_Google_Plus.png  photo 1490396928_Mail02.png

You laught because i'm different. I laught because you are all the same...



Αφορμή στάθηκε ένα κείμενο, αναφερόμενο στο σκάνδαλο που προέκυψε με τη γνωστή εταιρεία ρούχων,  Ambercrombie & Fitch. Το θέμα που ανέκυψε σχετιζόταν με την άρνηση του CEO της εταιρίας, Mike Jeffries να φορούν τα ρούχα του αρχικά φτωχοί άνθρωποι και δευτερευόντως άνθρωποι μη ελκυστικοί (σικ) : εννοεί ευτραφείς ή παχύσαρκοι.
Ξεκίνησα να αναρωτιέμαι για μια ακόμη φορά ποιος μπορεί σε μια εποχή που έχουν αυξηθεί σημαντικά τα ποσοστά των θανάτων από ασθένειες όπως η νευρική ανορεξία ή η βουλιμία, να κάνει τέτοιες δηλώσεις και να διαμορφώνει πρότυπα κατά το δοκούν. Δεν υπήρξα ποτέ παχουλό παιδί, θα με έλεγες και με λες μινιόν. Τρώω αρκετά αλλά δεν παχαίνω. Ποτέ δεν επέβαλα στον εαυτό μου να χαλιναγωγήσει την οποιαδήποτε επιθυμία του για φαγητό. Ποτέ δεν έκανα δίαιτα. Ενδεχομένως να πρέπει να ευχαριστήσω τη μαμά μου για τα γονίδια της αλλά και πάλι δεν θα με ενδιέφερε. Δεν μιλάω εκ του ασφαλούς. Με ενοχλεί που είμαστε στο 2013 και επιμένουν ακόμη και σήμερα άνθρωποι να διαχωρίζουν τους ανθρώπους. Με θλίβει που βλέπω εμμονικούς ανθρώπους με τα κιλά και το σώμα τους, αδύνατους να κάνουν διατροφή και εξαντλητικές δίαιτες προκειμένου να μοιάσουν σε κάποιο χ, ψ πρότυπο που προβάλλει κάθε κατευθυνόμενο Μ.Μ.Ε. ! Με εξοργίζει να βλέπω ρατσισμό απέναντι σε ανθρώπους με κάποια κιλά παραπάνω. Σκέψου λίγο με ποιο παιδάκι δεν παίζαμε στο δημοτικό, ποιο κοροϊδεύαμε στο γυμνάσιο και πιο περιθωριοποιούσαμε στο λύκειο; Ακριβώς! Αυτόν που απέκλινε από τις αισθητικές νόρμες. Αυτόν που ήταν διαφορετικός. Φοβόμαστε το διαφορετικό. Το αντιμετωπίζουμε με επιφυλακτικότητα και καταλήγουμε να το απομονώνουμε. Γιατί πρέπει κάποιος να προσαρμόζεται και να ακολουθεί τα δεδομένα προκειμένου να είναι κοινωνικά αποδεκτός; Γιατί αν θέλω να είμαι διαφορετική να με κοιτάνε οι γύρω μου και να κρυφογελάνε; Γιατί πρέπει να κοιτάω συνεχώς τα νούμερα σε μια ζυγαριά σε σημείο να γίνομαι εμμονική; Γιατί πρέπει να αυτομέμφομαι και να καταδικάζω τον εαυτό μου; Για να ικανοποιήσω τους γύρω μου; Tα κιλά είναι εικόνα. Η εικόνα είναι το φαίνεσθαι... Είμαστε στην εποχή του φαίνεσθαι... Όμως πρέπει να γίνουμε η εποχή του είναι... Το είναι, εκεί υπάρχει η ουσία...

Και σου παραθέτω αυτούσιο το κείμενο του Αύγουστου Κορτώ στο protagon.
Διάβασε το και σκέψου! Φέρε τον εαυτό σου στη θέση του και νιώσε...


Είμαι όπως είμαι

Το σώμα μου, με τις πολυάριθμες ατέλειές του, υπήρξε ανέκαθεν ο στόχος του αυτοσαρκασμού μου, ο καρπαζοεισπράκτορας της υπονόμευσης που ήταν η μόνη μου άμυνα απέναντι στη μεγάλη, αξεπέραστη δυσαρέσκεια που ένιωθα κάθε φορά που κοιτιόμουν στον καθρέφτη.
Μεγάλος ρουφιάνος αυτός ο καθρέφτης. Κάθε πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι, καθώς στεκόμουν ανυπεράσπιστος μπρος στις υποχρεώσεις της καινούργιας μέρας, με συνέθλιβε ψυχικά με το είδωλο που μου αντιγύριζε.

Αρχής γενομένης απ’ το κεφάλι μου - μεγάλο σαν νεροκολοκύθα (ποτέ δεν έβρισκα καπέλο που να μου κάνει) με μύτη που, γυρνώντας προφίλ, αποκαλύπτεται μεγάλη και ύπουλα γαμψή, μ’ ένα στόμα υπερβολικά μικρό για τον πελώριο καμβά του, και με περισσότερες ελιές κι απ’ την Καλαμάτα.

Και η απαξίωση της μάπας μου είναι πταίσμα μπρος στην αντιπάθεια που κατά καιρούς αισθάνομαι για το σώμα μου - μια αντιπάθεια που, καθώς υπήρξα παχουλός απ’ τα μικράτα μου, μετρά σχεδόν τριάντα εξουθενωτικά χρόνια.

Καμπούρα που με τα χρόνια μεγαλώνει, απειλώντας να με καταστήσει στη μέση ηλικία (αν τη φτάσω ποτέ) κωδωνοκρούστη της Notre-Dame. Τριχοφυΐα λυκάνθρωπου με πανσέληνο, στα πλέον ακατάλληλα κι αντιαισθητικά σημεία (ώμοι, μπράτσα, πλάτη - πάλι καλά που δεν ισχύει η δοξασία με τη μαλακία και τις τριχωτές παλάμες). Στήθος στρουμπουλού εφήβου που δεν φεύγει με καμιά Παναγία. Ψωμάκια που, αναλόγως τη φάση (δίαιτας με καμουτσίκι ή ακατάσχετης υπερφαγίας) μετατρέπονται σε αλυσίδα αρτοποιείων. Δίπλες-τρίπλες στην κοιλιά, αδιάψευστο τεκμήριο αγυμνασιάς και μνημείο πλαδαρότητας. Και είμαι κοψοκώλης ανάθεμα τη φύτρα μου - η κορμάρα μου η αλλόκοτη πάει από πλάτη κατευθείαν μπούτι, χωρίς να μεσολαβεί κάτι το ορατό. Είναι να απορείς πώς διάολο κάθομαι. Ως και τα άκρα μου αντιπαθώ - τα μικροσκοπικά μου πόδια, σαν δεμένα πατουσάκια Κινέζας του 19ου αιώνα, και τα παιδικά μου χέρια με τα καταφαγωμένα νύχια τους.
Κι όσο το καλοκαίρι ζυγώνει, ο τρόμος της παραλίας, το ότι θα αναγκαστώ να σταθώ ημίγυμνος ανάμεσα σε κορμιά που θα μου προξενούν αβάσταχτο φθόνο με την τελειότητά τους, απειλεί να μετατρέψει την απαρέσκεια αυτή σε απέχθεια – την ίδια απέχθεια που εκατομμύρια άνθρωποι ν
ιώθουν για το σώμα τους.
Ωστόσο το κείμενο αυτό είναι μια έκκληση για επιείκεια. Διότι η ζωή δεν εξαντλείται στη σύμπλευση της εικόνας μας με το όποιο άπιαστο αισθητικό ιδεώδες.

Ξεκινώντας αντίστροφα, στα χέρια μου που τόσο αποδοκιμάζω, χρωστώ το άγγιγμα και το χάδι, το γράψιμο και τη μουσική που ξεπηδά απ’ το παλιό μου πιάνο - μ’ αυτά κράτησα και κρατώ ό,τι η ψυχή μου αναγνωρίζει ως πολύτιμο.

Κι όσο κι αν μας δυσαρεστεί το σώμα μας, όσο δυσανάλογα κι αν φρίττουμε ώρες-ώρες με τα κουσούρια του, σ’ αυτό χρωστάμε τη ζωή μας, το θαύμα της τυχαίας μας ύπαρξης: στην καρδιά που, κρυμμένη κι ακούραστη, χτυπά απ’ τη στιγμή της γέννησής μας, και στον εγκέφαλο που, σώμα ευγενές κι αυτός, περιέχει τον ψυχισμό και την προσωπικότητά μας, τις αναμνήσεις και την ιστορία μας, τα όνειρά μας και το κάθε αίσθημα που δικαιώνει την παρουσία μας σε τούτη την υδρόγειο - κι αυτόν τον θησαυρό δεν μπορούν να τον αναιρέσουν οι ρυτίδες του μετώπου που προδίδουν την ηλικία, ούτε τα μαλλιά που αραιώνουν με διαβολεμένη βιάση.

Αρκεί να κοιτάξουμε λίγο πιο μέσα, δυο-τρεις πόντους πιο βαθιά από την εικόνα του καθρέφτη, και είναι αδύνατον να μη νιώσουμε στοργή γι’ αυτό που νοερά αντικρίζουμε - αυτό που μας συνθέτει, που μας κάνει ν’ αγαπάμε και ν’ αγαπιόμαστε, και που στο τέλος-τέλος μας εξισώνει και μας εξιλεώνει. Αρκεί να αναζητήσουμε τον άνθρωπο ελάχιστα πιο πέρα απ’ την εικόνα του.

Χώρια η διδαχή και το ανεκτίμητο παράδειγμα των αναρίθμητων ανθρώπων που τους έλαχε ένα σώμα αδύναμο, με ανίατες αρρώστιες και βαριές αναπηρίες, και οι οποίοι, με θάρρος που ξορκίζει κάθε ηττοπάθεια, κάθε παραίτηση, διεκδικούν μια ζωή χωρίς εκπτώσεις ευτυχίας και ηδονής. Είναι προσβολή στον αγώνα τους να μεμψιμοιρούμε για αισθητικές αποκλίσεις από πρότυπα που προβάλλονται ως ουράνια τόξα (πανέμορφα μα φευγαλέα) και να ρυθμίζουμε το ζύγι της ευτυχίας μας με επιπόλαια κριτήρια. Παραφράζοντας τον Κούντερα, η ομορφιά είναι άλλού.

Κι όσο για τον έρωτα, ξέρει κι αυτός να κοιτάζει βαθιά, και να φυτρώνει αναπάντεχα και στην πιο άγονη ερημιά της αυτολύπησης.

Ας εστιάσουμε λοιπόν σ’ αυτά που μας ενώνουν κι όχι σ’ αυτά που -τεχνητά, κι αναίτια- μας χωρίζουν. Σε σωματικές μαγείες όπως η διέγερση και το γέλιο.

Γι’ αυτό και σήμερα το πρωί, πριν με αιφνιδιάσουν τα αντανακλαστικά της απόρριψης, χαμογέλασα στον καθρέφτη. Κι έκανα αυτό που έκανε η μητέρα μου όταν η θέα της πλαδαρής της κοιλιάς πήγαινε να της κλέψει το χαμόγελο - έπιασα τις θλιμμένες θαρρείς πτυχές του δέρματος και τις έστρεψα προς τα πάνω: κι ακόμα κι αυτή η άτιμη η μπάκα μου χαμογέλασε.

Και μες στον νου μου (κομμάτι κι αυτός απ’ το σώμα μου) ήχησε πάλι σαν ξόρκι το τετράστιχο εκείνο του μάγου Ζακ Πρεβέρ:
Είμαι όπως είμαι  
Τέτοια είναι η φτιαξιά μου 
 Όταν θέλω να γελάσω  
Ναι, γελώ με την καρδιά μου.