photo 1490396857_Socialmedia_icons_Facebook.png  photo 1490396879_Socialmedia_icons_Instagram.png  photo 1490396906_Socialmedia_icons_Google_Plus.png  photo 1490396928_Mail02.png

Έσσλιν, Έσσλιν είσαι εδώ;




...''Μερικές φορές κοιτάζω κρυφά κάποιες λέξεις, πίσω από ένα κουρτινάκι, έτσι κάπως διακριτικά (μην τυχόν τις κάνω να ντραπούν), και είναι τότε (τη στιγμή που είναι απολύτως γυμνές) που καταλαβαίνω πως κανένα ρούχο, κανένα ζακετάκι δεν μπορεί να ζεστάνει όσες λέξεις γεννήθηκαν για να χαστουκίζουν τα κείμενα. Αυτές τις λέξεις τις σκορπάς μέσα σ' ένα γραπτό και το μετατρέπεις από ομάδα λέξεων σε ποίημα. Ή ακόμη καλύτερα: από γραπτό σε αέριο''...H Kατερίνα Έσσλιν είναι τα βιβλία της, είναι τα κείμενα της, είναι η ίδια. Ζει από τις λέξεις της και ζει για τις λέξεις της. Είναι οι λέξεις που αποτυπώνονται σε ένα χαρτί και καταλήγουν σελίδες, καταλήγουν μονόπρακτα στο σανίδι ενός θεάτρου, καταλήγουν υποψήφιες για Λογοτεχνικό Βραβείο του ''αναγνώστη''. Ο μισός βέσπα, Γαμ. θα ήταν απλοί τίτλοι, λέξεις, γράμματα αν από πίσω δεν υπήρχε μια ιδιαίτερη και καυστική ενίοτε πένα. H Κατερίνα είναι η φράση της που σκοπίμως παραφράζω "Κάποιοι μετατρέπουν τις λέξεις από μονοκατοικίες σε τριώροφα". Αυτό κάνει η Κατερίνα...

Ποια είναι η Κατερίνα Έσσλιν....
Το πρόσωπο πίσω από το Εγώ μου. Γενικώς για όλους μας αυτή είναι η πικρή αλήθεια – το Εγώ να προηγείται του εαυτού. Από την άλλη, κάποια στιγμή μόλις αποκτάς συναίσθηση και αρχίζεις και παίρνεις λιγότερο σοβαρά τον Εγώ σου, στην ερώτηση ποια είναι η Κατερίνα Έσσλιν απαντάς: “κάποια που όλο κάτι γράφει και που κατά τις 3 το βράδυ θέλει να φάει τρία κιλά μερέντα”. Ωστόσο, το να μιλάει κανείς για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο αντί πρώτο το βρίσκω κακόγουστο.


Όταν ήμουν μικρή ζούσα σε έναν κόσμο...
…Επινοήσεων. Δεν έχω πολλές παιδικές αναμνήσεις. Και μερικές φορές νομίζω ότι θυμάμαι πράγματα που τα έχω περισσότερο κατασκευάσει με τη φαντασία μου παρά ζήσει. Το σίγουρο είναι ότι τα σκάρωνα όλα λίγο πιο μαγικά απ’ ό,τι αποδείχτηκαν. Στον κόσμο αυτό πίστευα ότι αν κατάφερνα να ανοίξω ένα βιβλίο πολύ πολύ (αλλά πολύ) γρήγορα θα έβρισκα ανακατωμένα τα γράμματα και τις λέξεις, λίγο πριν μπουν σε σωστή σειρά. Ή πίστευα ότι μια ταινία έχει άλλο τέλος κάθε φορά που τη βλέπεις. Με θυμάμαι και σε μια παραλία, κάπου στην Εύβοια να μιλάω σε κάποιους αόρατους πελάτες όπου ήθελαν να τους πουλήσω τα βότσαλα (ήμουν έμπορος βοτσάλων).

Ήθελα λοιπόν να μεγαλώσω και να γίνω...
Παιδίατρος! (Μέχρι τα 7,  αυτό. Μετά έλεγα “κάτι σχετικό με το γράψιμο”.)

'Οταν έγινα μεγάλη αποφάσισα...
Να μην μεγαλοποιώ τίποτα. Ότι δηλαδή υπάρχει κι ένα όριο “μεγαλοσύνης”, οπότε και είπα “στοπ, καλά είσαι”. Αυτό πρακτικά σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι στην ερώτηση πόσων χρόνων είσαι η απάντησή μου θα είναι πάντα 25, και, δεύτερον, ότι σε ό,τι “μεγάλο” (μεγαλίστικο ή σοβαρό) κι αν μου συμβαίνει θα κρατάω και μικρό καλάθι.

Όταν κάποιος με δει για πρώτη φορά νομίζω θα σκεφτεί...
Ότι είμαι “σοβαρή” και ότι λέω ψέματα για την ηλικία μου.

Στην πραγματικότητα όμως..
Είμαι ντροπαλή και είμαι πράγματι 150 χρονών.

Η μεγαλύτερη εμμονή μου είναι...
Η μεγαλύτερη είναι το να μπορώ να πω μια τεράστια ιστορία με τρεις λέξεις.  Εμμονή που με χαρακτηρίζει όμως θα έλεγα ότι είναι το να φοράω το αγαπημένο μου κερασί “βούτυρο κακάο” (έτσι λέμε εμείς οι μεγαλύτεροι το lip balm) και τα μανταμέ χρυσά κοσμήματα (της γιαγιάς μου) ακόμη και στον ύπνο, με βραδινό φόρεμα, γάντια κουζίνας ή μαγιό.


Αυτό για το οποίο κάποιος άνετα θα με κατηγορούσε θα ήταν…
Η αναβλητικότητά μου. (Αν και αυτό το ερωτηματολόγιο Δευτέρα είπα θα το συμπληρώσω, Δευτέρα έχουμε. Τι μήνα είπαμε όμως;) Επίσης, λόγω της υπερβολικής μου ψυχραιμίας, όταν απογοητεύομαι ή όταν ενθουσιάζομαι έχω ακριβώς την ίδια έκφραση και αυτό μπορεί να στεναχωρήσει θεωρητικά κάποιον γιατί πρόκαλει σύγχυση. Προσπαθώ να το δουλέψω αυτό, γιατί μερικές φορές ενώ θα έπρεπε να “κάνω τούμπες” δεν κάνω.

Έχω σχέση αγάπης και μίσους…
Με το καλοκαίρι. Δεν αντέχω τις υψηλές θερμοκρασίες αλλά ταυτόχρονα λατρεύω τον ήλιο, τα καλοκαιρινά φρούτα και τα ρούχα που αφήνουν έκθετη την πλάτη. Αν γινόταν να χιονίζει και να τρώω κεράσια και καρπούζι μπορεί να μην σκεφτόμουν έτσι, και να καταλάβαινα το βαθύτερο νόημα του “κάθε πράγμα στον καιρό του”.

Η πιο εύστοχη φράση που έχω ακούσει και ακολουθώ...
“Ό,τι σου σερβίρει η ζωή, φάτο, κάτι ξέρει αυτή.”

Η πιο εύστοχη φράση που έχω ακούσει και δεν ακολουθώ:
“Έχει ψύχρα, φόρα ένα ζακετάκι”.

Οι φόβοι μου...
Ότι ποτέ δεν θα γίνει μια κουβέντα (η οποιαδήποτε κουβέντα) πλήρης, από το Α ως το Ω  κι ότι όλες οι κουβέντες είναι “καταδικασμένες” να γίνονται μόνο από το Λ ως το Ρ γιατί αν βγάλουμε νόημα θα πάψει να υπάρχει αναζήτηση (νοήματος). Φοβάμαι επίσης ότι μερικές φορές με καταπίνουν τα (σε άπταιστα αρχαία ελληνικά) comfort zones μου. Επίσης φοβάμαι τα μυώδη ψέματα, τις κατσαρίδες, τα κακά ελληνικά, τους κλόουν, τη λακ, τους ανερμάτιστους, το να καταργηθεί η μερέντα – και το να μην είναι ευτυχισμένοι οι γονείς μου. Το χειρότερο απ’ όλα είναι όταν φοβάμαι μην τυχόν και δεν φοβηθώ. Αυτό το λέω γιατί σιχαίνομαι τον φόβο, αλλά θεωρώ ότι είναι κάτι σαν αναγκαίο τικ – ένα είδος φρένου ασφαλείας, σχεδόν αντανακαστικού, ώστε να ξαναπαίρνεις φόρα δυνατότερος.

Δίπολο : ρομαντισμός και κυνισμός στη ζωή και στα έργα μου...
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο ορίζεται πιστεύω από τις αναλογίες (ή μάλλον την παρουσία ή την απουσία) της ελπίδας. Θέλω να πω, για μένα, κυνισμός ίσον ρομαντισμός χωρίς καμιά ελπίδα και ρομαντισμός ίσον κυνισμός με πολλή ελπίδα. Γενικά πιστεύω ότι η ελπίδα είναι μια άλλη έννοια για αυτό που λέμε “μέτρο”.  Κι επειδή το κάθε μέτρο είναι άριστο, ο ρομαντισμός κι ο κυνισμός πάνε μαζί, όπως πάει μαζί το ροζ με το μαύρο, το χαστούκι με το χάδι, το υπόγειο με το ρετιρέ, ο κύριος Τραγέλαφος με τον θείο Κλαυσίγελο. Αυτά σκέφτομαι (για να αντέχω την όποια κατάσταση) την αναπόφευκτη έως και αναγκαία (για να βγαίνει ένα σχετικό νόημα) σχέση του συν με το πλην – κι αυτά γράφω (“να ανησυχείς, γιατί όλα θα φτιάξουν” και “να εφησυχάζεις, γιατί όλα θα χαλάσουν”).

Πιστεύω πως αυτό που κάνει τα βιβλία μου διαφορετικά είναι ....
Δεν θέλω να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Ούτε φυσικά θα ανοιγοκλείσω σεμνά τις βλεφαρίδες και θα πω “ας το πουν οι αναγνώστες αυτό”. Ποια διαφορετικότητα και σε τι; Το μάρκετινγκ του “να είσαι διαφορετικός” μπάζει από παντού. Όλοι παίζουμε στην ίδια ταινία κι όλοι ξέρουμε ποιος πεθαίνει στο τέλος. Διαφορετικό θα ήταν μόνο το μοναδικό – και τα βιβλία μου βγαίνουν σε πολλά αντίτυπα. Ακόμη κι αν είσαι διαφορετικός και κάνεις παρέα με άλλους διαφορετικούς, δεν έχει διαφυγή, έχεις γίνει μια ομάδα (διαφορετικών). Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η αγωνία μου να είμαι διαφορετική είναι μικρότερη από την αγωνία μου να είμαστε όλοι ένα και αυτό πιστεύω βγαίνει και στα γραπτά μου, αυτό το “συμβαίνει σε μένα, συμβαίνει σε σένα”. Αυτό που κάνω με την κάθε ιστορία μου είναι να σου λέω κάτι που ήδη ξέρεις απλώς με τρόπο που δεν περιμένεις. Αν ήθελα να περιγράψω τη δουλειά μου χωρίς την ταμπέλα της διαφορετικότητας θα έλεγα ότι μου αρέσει τα κείμενα να συνδυάζουν Τετάρτη μεσημέρι με Κυριακή απόγευμα. Επίσης, κάθε κείμενο στέκει από μόνο του μόνο κατά 85%, και κλέβει πάντα ένα 15% από το επόμενο: αν κάνω μια επέμβαση ανοιχτής καρδιάς σε ένα κείμενο θα κάνω μια μια ανεπαίσθητη γρατζουνιά στο επόμενο. Αυτό όμως δεν το συνειδητοποιώ ότι το κάνω όσο γράφω, το καταλαβαίνω μετά από μήνες ότι “έγινε” έτσι.

Ένα λεπτό...
Το να ανάψεις ένα σπίρτο παίρνει πόσο; Ένα δευτερόλεπτο; Το να κλείσεις ένα εισητήριο για μια υπερατλαντική πτήση παίρνει πόσο; 45 δευτερόλεπτα; 60 δευτερόλεπτα δεν είναι λίγα. Σε 60 δευτερόλεπτα μπορείς να πεις 60 φορές σ’αγαπώ ή να διαβάσεις πώς λέγεται το σάγαπώ ή ο πόνος σε 60 γλώσσες, επίσης, προλαβαίνεις να πεθάνεις, να κόψεις ένα μήλο, να φας  μισό βάζο μερέντα, να ανοιγοκλείσεις μια ομπρέλα 60 φορές ή να τυλίξεις τον εαυτό σου με έναν (μακρύ είναι η αλήθεια, θέλει ειδική παραγγελία) επίδεσμο. Ο χρόνος είναι ένα σχετικό μεγεθος. Παίρνει αξία μόνο μέσω του χώρου, με τι χωράμε σε αυτόν. Μπορεί να κάτσεις ένα λεπτό άπραγος και να κοιτάς το ταβάνι ή να ανοιγοκλείσεις την ομπρέλα που λέγαμε. Σε ένα λεπτό, δοκιμασμένο αυτό, στα βιβλία μου, μπορείς να διαβάσεις ακόμη και ένα μυθιστόρημα.

Οι τίτλοι – ταμπέλες στη ζωή μου στα βιβλία μου...
Καταρχήν, όποια μας βάζουν, την παντρευόμαστε και την υπηρετούμε, ειδικά αυτήν που δεν αντέχουμε. Κατά δεύτερον. συμφωνώ με την Αναϊς Νιν που έλεγε ότι δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι αλλά όπως είμαστε. Σας παροτρύνω να διαβάστε το διήγημα Έτρος, στο βιβλίο μου Γαμ.


Υστερόγραφα....
Όταν σκέφτομαι και μιλάω και γράφω, ανοίγω συνέχεια παρενθέσεις – είμαι αγκαζέ με τον συνειρμό. Τις κλείνω πάντα (τις παρενθέσεις), αργά ή γρήγορα, αλλά αν τυχόν νιώθω ότι έμεινε μια χαραμάδα στη σκέψη μου υπάρχουν και τα υστερόγραφα, τα οποία είναι το σήμα κατατεθέν στα ποστς των μπλογκ μου, το γνωστό κερασάκι. Κερδίζεις χρόνο με τα υστερόγραφα: εκεί ήθελες να φτάσεις αλλά κάπως κατέληξες εκεί και πρέπει να σέβεσαι όλη τη διαδρομή του λόγου. Ωστόσο το υστερόγραφο δεν το χρησιμοποιώ για να κλείσει ακόμη πιο στεγανά η παρένθεση, αντίθετα είναι ωδή στην χαραμάδα, τη σκαλίζει για να μπει κι άλλο φως. (Μεταξύ μας το λες και ψυχαναγκασμό πάντως ή και αλλαζονεία, κάτι σαν να θες να έχεις και τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μαζί: το λέω γιατί ομολογώ ότι μερικές φορές σκέφτομαι ότι θα ήθελα πολύ να μπορώ να λέω δυο λέξεις ταυτόχρονα...)

Social Media και Κατερίνα Εσσλιν....Τι ρόλο έπαιξαν στην αναγνωρισιμότητα μου...
Τα βιβλία δεν έχουν πόδια να πάνε για καφέ ή για ποδήλατο ή για μπάνιο για να σου πιάσουν κουβέντα στη διπλανή ξαπλώστρα και να τα γνωρίσεις. Οπότε τη χρειάζομαι τη διαφήμιση. Και επειδή μιλάμε για λόγια, στην περίπτωσή μου βοηθάνε πολύ τα social media. Αν ήμουν ζαχαροπλάστης θα ανέβαζα μια φωτό από τα γλυκάκια μου αλλά κανείς δεν θα είχε εικόνα για τη γεύση τους. Λόγια έχω να δώσω, λόγια ανεβάζω. Πάει ανάποδα ίσως, αν δεν έκανα μια “δημόσια” δουλειά δεν μπορώ να σκεφτώ τι θα ανέβαζα.

Οι Έλληνες και τα βιβλία...
Πας στη Νέα Υόρκη και όλοι διαβάζουν ένα βιβλίο στο μετρό. Ε και; Δεν ξέρω αν το κάνουν για τη χαρά του βιβλίου ή επειδή τους έπεισε η Όπρα ή επειδή θέλουν να εξασφαλίσουν ότι με τα μάτια καρφωμένα στο βιβλίο δεν θα διασταυρώσουν το βλέμμα με τον συνεπιβάτη τους. ΟιΈλληνες είμαστε πολυγραφότατοι, ανέκαθεν, έχουμε παράδοση γραφιάδων και κυρίως ποιητών (όλοι είναι από λίγο, έστω και εκ του προχείρου) και ίσως γι’ αυτό δεν διαβάζουμε πολύ. Ή ίσως δεν διαβάζουμε πολύ (αν έτσι είναι) επειδή δεν μας αρέσει το μετρό επειδή προτιμάμε να διαβάσουμε στην παραλία. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Ίσως είμαστε και απαίδευτοι Ελληνάρες. Κάπου στη μέση θα είναι η αλήθεια.


Τι είναι αισθητική....
Η απουσία χυδαιότητας.

Μέλλον.... Σχέδια... Ποιος είναι ο επόμενος στοχος της Κατερίνας προσωπικός και επαγγελματικός...
Θέλω να έχω την υγεία μου και να αρχίσω να γράφω ό,τι έχω ήδη γραμμένο μέσα στο κεφάλι μου. Επίσης, θέλω να ζήσω τη χαρά και την τιμή ενός λογοτεχνικού βραβείου – μάλιστα το Γαμ. είναι υποψήφιο για το βραβείο διηγήματος, στον θεσμό του “αναγνώστη” (τα πάλαι ποτέ ιστορικά βραβεία του “διαβάζω”). Αμήν! Τέλος, θα χαρώ πολύ να συνεχιστεί η επιτυχία του Γαμ. στο θέατρο. Το Γαμ. μεταμορφώθηκε σε θεατρική πράξη από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μπογδάνο σε μια πολύ “οργανική” παράσταση, γειωμένη, χειροποίητη, πολύ Γαμ., με μια ομάδα δεκατριών ηθοποιών. Η αρχή έγινε τον Μαϊο με δύο sold out παραστάσεις στο Bob Τheater Festival στο Bios και αναμένεται συνέχεια με τη νέα σεζόν. Οι προσωπικοί μου στόχοι είναι ιδιωτικοί, αφορούν το σπίτι μου, τους ανθρώπους μου δηλαδή.
Πως είναι να είσαι συγγραφέας εν καιρώ κρίσης;
Υπέροχο και αφόρητο. Υπέροχο είναι γιατί κρίση ξεκρίση, είναι ό,τι είναι. Εννοώ ότι κρίση ξεκρίση είσαι αυτό που είσαι – και αυτό κάνεις, είτε βρέχει φωτιές είτε ο ουρανός γίνει ξαφνικά ροζ με καραμελί ρίγες. Δεν πιστεύω ότι η συγκυρία με επηρεάζει παρά μόνο στο ότι όντας άνεργη έχω χρόνο να παρατηρώ και ευκαιρίες να πατάω μπανανόφλουδες –ώστε να ωριμάζω ψυχικά. Αφόρητο λέγοντας, εννοώ “καλλιτεχνικά”. Νιώθεις πίεση, ότι έχεις ένα έξτρα καθήκον, κατ’εμέ τάχα μου, ότι πρέπει να πάρεις θέση, ότι αν γράψεις για διαχρονικές ανθρώπινες αλήθειες χωρίς να αναφερθείς στην πείνα και την ανεργία και τη βία και τις ακρότητες ότι θα σε πουν υποκριτή και αδιάφορο ή βολεμένο. Προσωπικά, άλλος είναι ο στόχος της δουλειάς μου, δεν θέλω να με ορίζει η εν λόγω  συγκυρία όταν γράφω, ντρέπομαι να χρησιμοποιώ σαν έμπνευση τον πόνο πρώτου επιπέδου,  αυτόν που αφορά στην επιβίωση, και ας με πουν αδιάφορη. Δεν θέλω να ακολουθήσω όλο αυτό το “μάρκετινγκ” πόνου και να φτιάξω σημαιάκια, να πανηγυρίζω τη συμπόνοια μου. Τέλος πάντων, άλλη ήταν η ερώτηση. Σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να απαντήσω με πολλούς τρόπους πιο πρακτικούς”, μιλώντας φερειπείν για το αβέβαιο μέλλον των εκδόσεων, αλλά για κάποιον λόγο απαντάω ως άνω. Με ισοπεδώνει που υπάρχουν άστεγοι άνθρωποι. Με ισοπεδώνει. Ώρες ώρες κάποια βιώματά μου με κάνουν και εμένα άστεγη. Το να γράψω όμως ένα βιβλίο για να παρηγορήσω επί παραγγελία τη στιγμή που όλοι θέλουν παρηγοριά, μόνο και μόνο επειδή μπορώ και “πρέπει”, μου φαίνεται φτηνό κόλπο. Θέλω να γράφω για τον διαχρονικό πόνο, την απώλεια, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, για την μοναξιά των παππούδων, τέτοια... Δεν κατηγορώ όποιον επιλέγει άλλο τρόπο έκφρασης, απλώς περιγράφω τις επιλογές μου. Κατά τα λοιπά, ας σηκώσουμε τα μανίκια να δουλέψουμε, σιχαίνομαι τα “η ζωή είναι άδικη”… Άσε που όλη αυτή η φασαρία γύρω από την απουσία ύλης, στην ουσία αποθεώνει την ύλη. Τώρα απάντησα; Ούτε το 10% από αυτά που θα ήθελα, αλλά ποια φλέγουσα συζήτηση έχει ποτέ τέλος; Θα πω και κάτι ακόμη, ευχόμενη να μη το βρείτε αινιγματικό. Είμαι γραφιάς και γράφω. Αν ήμουν φούρναρης θα φούρνιζα. Ας κάνει ο καθένας ό,τι ξέρει και όλα καλά θα πάνε.

Mε τους αναγνώστες του All things you are επιλέγω να μοιραστώ ως συμβουλή ...
Ωχ! Χωρίς αφορμή, έτσι γενικά;  Δεν ξέρω τι να απαντήσω - δεν μου αρέσει να μου δίνουν “γενικές” συμβουλές (παρά μόνο αν τις ζητήσω). Ωστόσο θα πέσω στην παγίδα να κάνω τη σοφή και θα πω “να χαρίζονται”. Είναι πιο θεραπευτικό το να χαριζόμαστε – και πιο βαθύ από το “να μην είμαστε αχάριστοι”. Επίσης, “να φοράνε ένα ζακετάκι όταν κάνει ψύχρα” και να ξέρουν ότι “όλα θα φτιάξουν” (κι αυτό το ξέρω σίγουρα γιατί όλα έφτιαξαν και μετά τον κατακλυσμό του Νωέ και μετά τις 800 θερμίδες που είχε εκείνη η σοκολατίνα και μετά τον χωρισμό του Γιάννη με τη Χριστίνα). Τέλος, όταν μιλάνε με κάποιον Πέτρο που έχει φακίδες να νιώθουν ότι τους λένε κι αυτούς Πέτρους και έχουν φακίδες –γιατί αλλιώς δεν γίνεται δουλειά. Κλείσιμο ματιού.

Σε ευχαριστώ Κατερίνα! 
Κυρίως για την εμπιστοσύνη αλλά πιο πολύ για το ''ένα γέλιο που ξενερίζει, αφήνοντας βαθιά από κάτω του ναυάγια εκλεκτικής σοβαροφάνειας και στρώματα μελαγχολίας βυθού'', που μου χάρισαν τα βιβλία σου.  
Και το είχα ανάγκη!